προκαταρκτικός

προκαταρκτικός
-ή, -ό
προπαρασκευαστικός, προεισαγωγικός, αρχικός: Προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκαταρκτικός — initial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προκαταρκτικά — προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc pl προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc/acc dual προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικῶν — προκαταρκτικός initial fem gen pl προκαταρκτικός initial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικόν — προκαταρκτικός initial masc acc sg προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικαῖς — προκαταρκτικός initial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικαί — προκαταρκτικός initial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικοῖς — προκαταρκτικός initial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικοῦ — προκαταρκτικός initial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικῆς — προκαταρκτικός initial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”